- εγγυητήριος
- α, ο [ος и ία , ον] гарантийный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγγυητήριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εγγύηση 2. το ουδ. ως ουσ. το εγγυητήριο η πράξη ή το έγγραφο με το οποίο εγγυάται κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εγγυητήριον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… … Dictionary of Greek